- γιαρμάς
- (πλ. -άδες) ο персик (один из сортов)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιαρμάς — ο 1. ποικιλία ροδακινιάς (καλλιεργείται κυρίως στην περιοχή Βέροιας και Νάουσας τής Δυτ. Μακεδονίας) 2. ο καρπός τού δέντρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < τουρκ. yarma < (ρ.) yarmak «σχίζω, χωρίζω στα δύο»] … Dictionary of Greek
γιαρμάς — ο (λ. τουρκ.), είδος ροδάκινου από το οποίο αφαιρείται εύκολα το κουκούτσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)